Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

11 χρόνια Γκουαντάναμο: Το Άουσβιτς των ημερών μας

του Νικόλα Μόττα.

Δεν είναι υπερβολικός ο τίτλος. Ούτε προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις, όπως πιθανόν να σκεφτούν ορισμένοι. Η ιστορία των φυλακών του Γκουαντάναμο, στη νοτιοανατολική Κούβα, είναι συνιφασμένη με την προσπάθεια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να τρομοκρατήσει όσους στρέφονται εναντίον του.

Είναι μια ιστορία ενός πραγματικού κολαστηρίου που ξεκίνησε με τον περίφημο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» του προέδρου Μπους και που στις 9 Ιανουαρίου συμπλήρωσε 11 χρόνια λειτουργίας. Κάτι που βαραίνει πλέον τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος, τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά την εκλογή του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, έχει αθετήσει προκλητικά την υπόσχεση που είχε δώσει για το κλείσιμο των φυλακών.



                                                       Το αμαρτωλό παρελθόν.

Η ιστορία του Γκουαντάναμο, βέβαια, έχει τις ρίζες της στον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της αμερικανικής υπερδύναμης. Άλλωστε, πολύ πριν δημιουργηθούν οι φυλακές υψίστης ασφαλείας, το Γκουαντάναμο υπήρξε στρατιωτική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ουάσιγκτον απέκτησε – για επ' αόριστο διάστημα – εδαφικά δικαιώματα επί του νοτίου τμήματος του κόλπου του Γκουαντανάμο το 1903 με συμφωνία που υπεγράφη τότε από τον κουβανό πρόεδρο Τόμας Εστράδα Πάλμα και τον Θίοντορ Ρούσβελτ. Το αντίτιμο για την παραχώρηση της περιοχής στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ ήταν 2000 χρυσά νομίσματα το χρόνο. Η συμφωνία αυτή επανεξετάστηκε από τις δύο χώρες το 1934, όταν μέλος της κουβανικής κυβέρνησης ήταν ένας φιλόδοξος τότε πολιτικός και μετέπειτα στυγνός δικτάτορας του νησιού. Ο Φουλχένσιο Μπατίστα.

Η αποικιοκρατική σχέση Κούβας-Ηνωμένων Πολιτειών έλαβε τέλος με τον θρίαμβο της Επανάστασης το 1959. Τότε, η νέα επαναστατική κυβέρνηση της Αβάνας ζήτησε από την Ουάσινγκτον την επιστροφή της περιοχής στον φυσικό και νόμιμο ιδιοκτήτη της – δηλαδή τον κουβανικό λαό. Η απάντηση των ΗΠΑ ήταν αρνητική. Από τότε και μέχρι σήμερα, η ναυτική βάση του Γκουαντάναμο αποτελεί επί της ουσίας το “άγρυπνο μάτι” της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης στο νησί και ευρύτερα στην περιοχή της Καραϊβικής. Το 1985 μάλιστα, ο ίδιος ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν, ίσως από υπερβολικά ειλικρινή κυνισμό, παραδέχθηκε δημόσια πως η παρουσία της στρατιωτικής βάσης στη νότια Κούβα στοχεύει στην εδραίωση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή, είτε το επιθυμούν είτε όχι οι κουβανοί.

Σε αντίθεση με τον ιμπεριαλιστικό “τραμπουκισμό” της Ουάσινγκτον, η κουβανική κυβέρνηση απαντά με επιχειρήματα που βασίζονται στις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου. Έτσι, η Αβάνα θεωρεί ως παράνομη την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στο νότιο μέρος του νησιού, αναφέροντας πως η συνθήκη του 1903 – όπως άλλωστε και η συμφωνία που ακολούθησε το 1934 – υπογράφησαν υπό την απειλή των όπλων και της βίας. Κάτι τέτοιο συνιστά σαφή παραβίαση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου: Σύμφωνα με το άρθρο 52 της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης (1969) μια συνθήκη μπορεί να κυρηχθεί παράνομη εάν αποτελεί προϊόν εκβιασμού και απειλής χρήσης στρατιωτικής δύναμης.


 Σύγχρονο Άουσβιτς.  
 
Πέραν του πως αποκτήθηκε η περιοχή που φιλοξενεί την ναυτική βάση των ΗΠΑ και τις φυλακές υψίστης ασφαλείας, τίθεται ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα. Τι συμβαίνει σε αυτό το μέρος που ονομάζεται “Φυλακή του Γκουαντάναμο”. Δέκα χρόνια πριν την έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», στη ναυτική στρατιωτική ξεκίνησε να λειτουργεί τομέας κράτησης ατόμων που θεωρούνταν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως “τρομοκράτες”, ή “εν δυνάμει τρομοκράτες” κατά των αμερικανικών συμφερόντων. Οι φυλακές άνοιξαν το 1991 – επί προεδρίας του πατέρα Τζωρτζ Μπους – και έκτοτε έχουν προκαλέσει την κατακραυγή διεθνών οργανισμών (Διεθνής Αμνηστία, Ερυθρός Σταυρός, Human Rights Watch κλπ) για τις συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων. Συνθήκες οι οποίες περιλαμβάνουν αποτρόπαιους βασανισμούς που συγκρίνονται με αυτούς της Γκεστάπο κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
  
Από το 2002 και έπειτα οι φυλακές του Γκουαντάναμο “φιλοξενούν” έγκλειστους από το Αφγανιστάν, έπειτα από την ιμπεριαλιστική εισβολή των ΗΠΑ στην πολύπαθη χώρα της Μέσης Ανατολής. Το Μάη του ίδιου χρόνου, ομάδα εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ υποστήριξε ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί ο αμερικανικός στρατός για την ανάκριση των κρατουμένων παραβιάζουν τη Διεθνή Συνθήκη Ενάντια στα Βασανιστήρια (CAT, 1984). Πληροφορίες που “διέρευσαν” στους “Τάϊμς” της Νέας Υόρκης τον Ιούλιο του 2004 έκαναν λόγο για φρικτούς, σαδιστικούς, τρόπους βασανισμού των κρατουμένων που, μεταξύ άλλων, περιελάμβαναν: εξευτελισμούς, σεξουαλικά βασανιστήρια, πλήρης απομόνωση για μεγάλο διάστημα, ανάκριση υπό την άμεση απειλή όπλου, εικονικές εκτελέσεις, χρήση εκπαιδευμένων σκυλιών για εκφοβισμό, εγκλεισμό σε κελί με υπερβολικά υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες.

Τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κάνουν λόγο για 41 απόπειρες αυτοκτονίας κρατουμένων μέσα σε σχεδόν μια δεκαετία. Ο ανεπίσημος αριθμός ασφαλώς μπορεί να είναι πολύ υψηλότερος, μιάς και πολλαπλά δημοσιεύματα φέρουν τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες να έχουν λάβει μέρος σε πλειάδα βαρβαροτήτων εντός του περίφημου Camp Delta όπου κρατούνται οι... “εχθροί της ελευθερίας”. Πρόκειται για το ίδιο τμήμα ανακρίσεων του Γκουαντάναμο που ο αρθρογράφος των νεοϋορκέζικων “Τάϊμς”, ο Τόμας Φριντμαν, χαρακτήρισε «χειρότερο και από ντροπή» για τις ΗΠΑ.



Ψεύτικες υποσχέσεις.


Η συνεχιζόμενη λειτουργία των φυλακών στο Γκουαντάναμο αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, μελανή κηλίδα για την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα. Ήταν άλλωστε μόλις τη δεύτερη μέρα μετά την ορκωμοσία του, τον Ιανουάριο του 2009, όταν ο τότε νεοεκλεγείς πρόεδρος είχε υπογράψει εκτελεστικό διάταγμα για το κλείσιμο των φυλακών του Γκουαντάναμο “εντός ενός έτους”. Το Δεκέμβρη του ίδιου έτους (2009) μάλιστα ο Ομπάμα είχε δώσει εντολή στον τότε υπουργό Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς για την εύρεση κτιριακών εγκαταστάσεων στην πολιτεία του Ίλινοϊς, όπου και υποτίθεται πως θα μεταφέρονταν το κολαστήριο του Γκουαντάναμο. Ο αμερικανός πρόεδρος δεν έκανε ποτέ, μέχρι και σήμερα, πράξη την υπόσχεση του, κι' ας διαβεβαίωνε ως φέρελπις γερουσιαστής και υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών το 2007 σε ομιλία του: «Ως πρόεδρος θα κλείσω το Γκουαντάναμο συμμορφώνοντας την πολιτική των ΗΠΑ με την Συνθήκη της Γενεύης».


Τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Μπαράκ Ομπάμα η υπόσχεση παρέμεινε στα χαρτιά. Το πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών αντιστάθηκε σθενάρα στο κλείσιμο των φυλακών, αποδεικνύοντας την σταθερή και αταλάντευτη προσήλωση του στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα του αμερικανικού καπιταλισμού. Τέσσερα, λοιπόν, χρόνια προεδρίας Ομπάμα και έντεκα χρόνια μετά την επίσημη έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», αξίζει να σημειώσουμε τα εξής:

  • Το Μάη του 2010, η Επιτροπή Ενόπλων Υπηρεσιών των ΗΠΑ (Armed Services Committee) αποφάσισε ομόφωνα την απαγόρευση μεταφοράς κρατουμένων από το Γκουαντάναμο σε οποιοδήποτε σωφρονιστικό ίδρυμα των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένου του Ίλινοϊς.
  • Από τους συνολικά 779 κρατούμενους που βρέθηκαν στα κελιά των φυλακών του Γκουαντάναμο, μόλις οι 9 είδαν τις υποθέσεις τους να οδηγούνται στη δικαιοσύνη. Οι υπόλοιποι είναι είτε “κρατούμενοι φαντάσματα”, είτε απολαμβάνουν την έννοια της δικαιοσύνης όπως την εννοεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός.
  • Σήμερα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της ναυτικής βάσης υπάρχουν 166 κρατούμενοι. Μόνο όμως 55 από αυτούς έχουν χαρακτηριστεί “απελευθερώσιμοι” από τις αρχές των ΗΠΑ.
  • Από την έναρξη της προεδρικής θητείας Ομπάμα έχουν απελευθερωθεί 71 κρατούμενοι υπό το βάρος διεθνών πιέσεων. Παρ' όλα αυτά, με νομοθετική του παρέμβαση το Κογκρέσο έθεσε ιδιαίτερα σκληρούς περιορισμούς στη δυνατότητα προεδρικής απόφασης για περαιτέρω απελευθέρωση φυλακισμένων.
  • Το κόστος κάθε κρατούμενου στο Γκουαντάναμο ανέρχεται, σύμφωνα με έκθεση του Κογκρέσου των ΗΠΑ, σε 800.000 δολάρια ετησίως για τους αμερικανικούς φορολογούμενους, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο κόστος σε φυλακή υψίστης ασφαλείας εντός των ΗΠΑ δεν θα ξεπερνούσε τα 35.000 δολάρια.

Το συμπέρασμα θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μια φράση του Φιντέλ Κάστρο, το Δεκέμβρη του 1971 κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Χιλή: «Το Γκουαντάναμο είναι εκεί για να εξευτελίζει την Κούβα, σαν ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά της κουβανικής αξιοπρέπειας και κυριαρχίας». Σήμερα, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε πως η ύπαρξη του Γκουαντάναμο είναι μια μαχαιριά στην ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ένα από τα καλύτερα πειστήρια για τις προθέσεις και τα συμφέροντα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.